πεντεκαιδεκαετης

πεντεκαιδεκαετης
    πεντεκαιδεκαετής
    πεντεκαιδεκα-ετής
    2
    пятнадцатилетний Arst., Plut.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "πεντεκαιδεκαετης" в других словарях:

  • πεντεκαιδεκαέτης — fifteen years old masc/fem acc pl (attic epic doric) πεντεκαιδεκαέτης fifteen years old masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πεντεκαιδεκαέτης fifteen years old masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκαετής — fifteen years old masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκαετής — και αττ. τ. πεντεκαιδεκαέτης, ες, Α 1. αυτός που έχει ηλικία δεκαπέντε ετών, ο δεκαπενταετής 2. αυτός που έχει διάρκεια δεκαπέντε ετών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντεκαίδεκα «δεκαπέντε» + ετής / έτης (< ἔτος), πρβλ. τετρα ετής / έτης) …   Dictionary of Greek

  • πεντεκαιδεκαετῆ — πεντεκαιδεκαετής fifteen years old neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκαέτη — πεντεκαιδεκαέτης fifteen years old neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πεντεκαιδεκαέτης fifteen years old masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πεντεκαιδεκαέτης fifteen years old masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκαετεῖς — πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem acc pl πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκαετοῦς — πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεντεκαιδεκαετέες — πεντεκαιδεκαετής fifteen years old masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έτος — Χρονικό διάστημα το οποίο χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μία περιφορά γύρω από τον Ήλιο. Κατά το διάστημα αυτής της περιφοράς, η Γη εκτελεί 366 ολόκληρες περιστροφές –και ένα μέρος– γύρω στον άξονά της. Αν λάβουμε υπόψη τις διαδοχικές… …   Dictionary of Greek

  • πενταδεκαέτης — ὁ, Μ πεντεκαιδεκαετής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντα * + δέκα + έτης (< ἔτος)] …   Dictionary of Greek

  • πεντεδεκαετής — ές, Α πεντεκαιδεκαετής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πεντε + δέκα + ετής (< ἔτος)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»